Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τον χτύπησε με την

  • 1 πλάτη

    η
    1) спина;

    στέκομαι με (γυρισμένη) την πλάτη — стоять спиной;

    γυρίζω τίς πλάτες μου σε κάποιον прям., перен. — повернуться спиной к кому-л.;

    2) тыльная сторона (плоского предмета);

    τον χτύπησε με την πλάτη τού φτυαριού — он ударил его плашмя лопатой;

    3) анат. лопатка;

    τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα — класть на обе лопатки;

    § κάνω πλάτες σε κάποιον — поддерживать кого-л. (в чём-л.), помогать выкрутиться кому-л.;

    2χω γερές πλάτες — а) иметь крепкую спину;

    б) располагать мощными средствами; иметь сильных покровителей; иметь сильную руку (где-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλάτη

  • 2 χτυπώ

    χτυπάω 1. μετ.
    1) бить, стучать (во что-л.); хлопать; топать; отбивать (такт); выбивать (дробь и т. п.);

    χτυπ την πόρτα — стучать в дверь;

    χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι — стучать кулаком по столу;

    χτυπώ τούμπανο — бить в барабан;

    χτυπώ την καμπάνα — бить, звонить в колокол;

    χτυπώ τό κουδούνι — звонить (в дверь);

    χτυπ τα χέρια ( — или παλαμάκια) — хлопать (в ладоши), аплодировать;

    /χτυπώ τα φτερά — хлопать крыльями;

    χτυπώ κάποιον στον ώμο — хлопать кого-л. по плечу;

    χτυπώ τα πόδια — топать ногами;

    χτυπώ τον χρόνο — отбивать такт;

    τό ρολόγι χτυπά δέκα часы бьют десять;
    2) бить, ударять; колотить; стегать (ремнём); 3) постигать (кого-л.), случаться (с кем-л.); τον χτύπησε μεγάλη συμφορά его постигло большое несчастье; 4) забивать (гвозди); 5) ковать (железо); 6) взбивать (масло, яйца и т. п.); 7) попадать (в цель); στο πόδι τον

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χτυπώ

  • 3 μάτι

    τό
    1) глаз, око;

    τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;

    μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;

    χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;

    2) глаза, зрение;

    έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;

    3) взгляд, взор;
    4) дурной глаз;

    έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;

    τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;

    5) бот. глазок, почка;
    6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);

    § μάτι νερού — ключ, родник;

    αυγά μάτια — яичница-глазунья;

    μάτι της θάλασσας — водоворот;

    (на море);

    μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;

    ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;

    καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);

    παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;

    χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;

    αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;

    κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;

    κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;

    δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;

    κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;

    δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);

    κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);

    ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);

    ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;

    έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;

    τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;

    δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;

    τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;

    τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;

    τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;

    την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;

    βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;

    παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;

    δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;

    δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;

    φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;

    τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;

    τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;

    δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;

    δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;

    όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);

    δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);

    τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;

    μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;

    με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;

    παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. приметак встрече с кем-л.);

    δεν έχεις μάτια;

    ты что, слепой?;

    θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;

    μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;

    με τα μάτια μου — своими глазами;

    με το μάτι — на глаз, на глазок;

    με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;

    γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;

    γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;

    γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;

    με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;

    μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;

    (σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;

    μέσ'τά μάτια — в в глаза;

    να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;

    να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;

    να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;

    να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);

    μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;

    τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;

    η πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;

    τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;

    φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάτι

См. также в других словарях:

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …   Dictionary of Greek

  • ρωσοϊαπωνικός πόλεμος — Προκλήθηκε από το ταυτόχρονο ενδιαφέρον της Ρωσίας και της Ιαπωνίας για τη Μαντζουρία και την Κορέα. Η Ρωσία επιζητούσε, με την εξασφάλιση της κυριαρχίας στα εδάφη αυτά, να πετύχει την έξοδο σε μια θάλασσα που δεν την έκλειναν οι πάγοι ή στενά… …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»